- τριάρα
- η1) тройка; 2) воен, трое суток ареста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριάρα — η, Ν 1. ποσό τριών μονάδων 2. (για στρατιώτες) τριήμερη φυλάκιση («έφαγα μια τριάρα») 3. στον πληθ. οι τριάρες (σε παιχνίδι με ζάρια) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια που ρίχτηκαν δείχνουν την πλευρά που έχει τρία στίγματα, αλλ.… … Dictionary of Greek
τριάρα — η 1. ποσό που έχει τρεις μονάδες. 2. (στο στρατό), τριήμερη φυλάκιση: Είναι στο πειθαρχείο με τριάρα. 3. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τρεις βόλους πάνω σε διάγραμμα που έχει το σχήμα κλεισμένου φακέλου. 4. πληθ., τριάρες, οι η περίπτωση όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριάρι — το 1. ποσό από τρεις μονάδες ή τρία όμοια πράγματα, τριάρα. 2. διαμέρισμα τριών δωματίων: Νοίκιασα ένα τριάρι. 3. ο αριθμός τρία και το σύμβολό του 3. 4. τραπουλόχαρτο που έχει τρεις φορές το γνώρισμα της φυλής του: Τριάρι καρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)